- λεξιγράφος
- ο, η (Α λεξιγράφος και λεξογράφος)αυτός που ασχολείται με την καταγραφή λέξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + -γράφος (< γράφω), πρβλ. γεω-γράφος, τοιχο-γράφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
λεξιγραφία — η [λεξιγράφος] η καταγραφή λέξεων … Dictionary of Greek
λεξιγραφικός — ή, ό [λεξιγράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξιγραφία. επίρρ... λεξιγραφικώς και ά με λεξιγραφικό τρόπο … Dictionary of Greek